λουτρικό

λουτρικό
το
1. η μεγάλη πετσέτα του λουτρού.
2. στον πληθ., τα λουτρικά τα διάφορα είδη που χρησιμοποιούμε πριν ή μετά το λουτρό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • λουτρικός — ή, ό (ΑΜ λουτρικός, ή, όν) [λουτρόν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λουτρό («λουτρικές εγκαταστάσεις») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λουτρικό η πετσέτα με την οποία σκουπίζεται κάποιος μετά το λουτρό νεοελλ. μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Πόρτσμουθ — (Portsmouth). Πόλη της Μεγάλης Βρετανίας στη νότια Αγγλία (Χάμσαϊρ). Βρίσκεται σε απόσταση 110 περίπου χλμ. ΝΔ του Λονδίνου, κατά ένα μέρος κατά μήκος της ακτής και κατά ένα μέρος στο νησί Πόρτσι (που συνδέεται με την ξηρά μέσω οδικής και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”